- ξαρματώνομαι
- ξαρματώνομαι, ξαρματώθηκα, ξαρματωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξαρματώνω — ξαρμάτωσα, ξαρματώθηκα, ξαρματωμένος 1. αφαιρώ τον οπλισμό, αφοπλίζω: Μα δεν τον ήλαχα ποτέ να τόνε ξαρματώσω (Ερωτόκριτος). 2. αφαιρώ αρματωσιά, αποσκευάζω, απογυμνώνω από τον εξοπλισμό. 3. το μέσ., ξαρματώνομαι αποβάλλω τα όπλα, αφοπλίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)